- πολλαπλασίασις
- πολλαπλᾰσί-ᾰσις, εως, ἡ, = sq., Procl. in Prm.p.551 S.: cf. -ωσις.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολλαπλασίασις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίασις — άσεως, ἡ, Α [πολλαπλασιάζω] ο πολλαπλασιασμός … Dictionary of Greek
πολλαπλασιάσεις — πολλαπλασίασις fem nom/voc pl (attic epic) πολλαπλασίασις fem nom/acc pl (attic) πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 2nd sg (epic) πολλαπλασιάζω multiply fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάσεσιν — πολλαπλασίασις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίασιν — πολλαπλασίασις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιάσῃ — πολλαπλασιάσηι , πολλαπλασίασις fem dat sg (epic) πολλαπλασιάζω multiply aor subj mid 2nd sg πολλαπλασιάζω multiply aor subj act 3rd sg πολλαπλασιάζω multiply fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)